- κλωμακόεις
- κλωμακόεις, -εσσα, -εν (Α)γεμάτος πέτρες, τραχύς, πετρώδης («Ἰθώμην κλωμακόεσσαν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶμαξ, -κος «σωρός από πέτρες» + κατάλ. -όεις (πρβλ. δαιδαλ-όεις, κυματ-όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλωμακόεν — κλωμακόεις stony masc voc sg κλωμακόεις stony neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωμακόεσσαν — κλωμακόεις stony fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)